- αριθμώ
- (AM ἀριθμῶ, -έω)απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζωνεοελλ.1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω3. υπολογίζω κατά προσέγγισηαρχ.1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω2. θεωρώ, νομίζω3. παθ. συγκαταλέγομαι, συμπεριλαμβάνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αριθμός.ΠΑΡ. αρίθμημα, αρίθμηση, αριθμητής, αριθμητόςνεοελλ.αριθμητήρας (-τήρ), αριθμητήριο.ΣΥΝΘ. απαριθμώ, διαριθμώ, εναριθμώ, συναριθμώ, καταριθμώαρχ.ανταριθμώ, εξαριθμώ, επαριθμώ, παραριθμώ, προαριθμώ, προσαριθμώ, υπαριθμώμσν.ισαριθμώνεοελλ.αναριθμώ].
Dictionary of Greek. 2013.